- περιΰβριση
- [-ις (-εως)] η1) ругань, ругательства; 2) юр. оскорбление;
περιΰβριση της αρχής — оскорбление властей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιΰβριση της αρχής — оскорбление властей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιύβριση — η, Ν 1. η ενέργεια τού περιυβρίζω 2. φρ. α) «περιύβριση αρχής και συμβόλων» η δημόσια εκδήλωση ονειδισμού, διασυρμού ή περιφρόνησης κρατικών, δημοτικών ή κοινοτικών αρχών και αναγνωρισμένων αρχηγών κομμάτων και η βλάβη ή παραμόρφωση συμβόλου… … Dictionary of Greek
περιύβριση αρχής — Έγκλημα που διαπράττει όποιος εξυβρίζει, συκοφαντεί και γενικά εκ φράζεται περιφρονητικά για μια αρχή: δημόσια, δημοτική ή κοινοτική. Η π. α. προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο. Ο νόμος, τιμωρώντας την, έχει ως σκοπό να προστατέψει την… … Dictionary of Greek
δημόσια αρχή — Κάθε δημόσια λειτουργία του κράτους, προορισμένη, σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους, να εκπληρώνει τους σκοπούς της πολιτείας άμεσα ή έμμεσα και να εκτελεί το έργο της διοίκησης. Μπορεί να αποτελείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Η δ.α.… … Dictionary of Greek
ασέλγεια — Κάθε ακόλαστη πράξη που αποσκοπεί στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής. Υπάρχουν πολλοί χαρακτηρισμοί των εγκλημάτων α., με κυριότερους τον εξαναγκασμό σε α., την κατάχρηση σε α. (εξώγαμη συνουσία με άτομο που δεν έχει σώας τας φρένες),… … Dictionary of Greek
κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… … Dictionary of Greek
σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… … Dictionary of Greek
Αλμερέιδα, Μιγκέλ — (Miguel Almereyda, Μπεζιέ 1883 – Παρίσι 1917). Ψευδώνυμο του Γάλλου αναρχικού και ειρηνιστή Ευγένιου Βιγκό (Eugene Vigo). Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι σε ηλικία 15 ετών και αναμείχθηκε έντονα στο επαναστατικό κίνημα. Κατά την περίοδο της αρθρογραφίας … Dictionary of Greek
Πιερ ντέλε Βίνιε — (Pier delle Vigne, 1190 – 1249). Ιταλός πολιτικός, γνωστός και ως Πιέτρο ντέλα Βίνια. Σπούδασε στη Μπολόνια. Το 1225 ο αρχιεπίσκοπος του Παλέρμο τον σύστησε στο Φρειδερίκο B΄, που τον διόρισε νοτάριο και αργότερα δικαστή στο ανώτατο δικαστήριο. Ο … Dictionary of Greek
εξύβριση — η περιύβριση, η προσβολή της τιμής κάποιου με λόγια ή έργα που δεν είναι δυσφήμηση απλή ή συκοφαντική, η προπηλάκιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)